αγροκαλλιέργεια

αγροκαλλιέργεια
η
καλλιέργεια αγρών, γεωργία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγροκαλλιέργεια — η η καλλιέργεια των αγρών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πίμα — Ινδική φυλή, που ζούσε τον 16o αι. στις όχθες του ποταμού Χίλα και στους πρόποδες της Σιέρα Μάδρε, στην περιοχή, όπου βρίσκεται σήμερα η Πολιτεία Αριζόνα των ΗΠΑ. Η βασική τους ασχολία ήταν, από παλιά, η αρδευτική αγροκαλλιέργεια. Καλλιεργούσαν… …   Dictionary of Greek

  • αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 …   Dictionary of Greek

  • πίμα — Ινδική φυλή, που ζούσε τον 16o αι. στις όχθες του ποταμού Χίλα και στους πρόποδες της Σιέρα Μάδρε, στην περιοχή, όπου βρίσκεται σήμερα η Πολιτεία Αριζόνα των ΗΠΑ. Η βασική τους ασχολία ήταν, από παλιά, η αρδευτική αγροκαλλιέργεια. Καλλιεργούσαν… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανιόλα — (Hispaniola). Νησί (76.483 τ. χλμ., 15.784.616 κάτ. το 2001) της Κεντρικής Αμερικής, το δεύτερο σε μέγεθος των Μεγάλων Αντιλλών μετά την Κούβα. Βρίσκεται στη θάλασσα της Καραϊβικής, ΝΑ της Κούβας. Πολιτικά, χωρίζεται στη Δομινικανή Δημοκρατία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”